- παλαιόκαινος
- Υποπερίοδος του παλαιογενούς συστήματος. Διαιρείται σε κατώτερη και ανώτερη βαθμίδα. Η ονομασία προτάθηκε από τον Γερμανό παλαιοβοτανολόγο Π. Σέχιμπερ (Sehimper) το 1874.
* * *και παλαιοηώκαινος, -η, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιά ηώκαινη περίοδο τής Γης2. φρ. α) «παλαιόκαινη υποδιαίρεση» ή απλώς «το παλαιόκενο»γεωλ. η παλαιότερη από τις τρεις υποδιαιρέσεις τής τριτογενούς περιόδου που προηγείται τού ηωκαίνου και έπεται τού κρητιδικού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. paleocene (< παλαιο-* + καινός). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.